χαλκοθώραξ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοθώραξ:''' -ᾱκος, ὁ, ἡ, = [[χαλκεοθώραξ]], σε Σοφ. | |lsmtext='''χαλκοθώραξ:''' -ᾱκος, ὁ, ἡ, = [[χαλκεοθώραξ]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοθώραξ:''' ᾱκος adj. одетый в медную броню Soph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ,
A = χαλκεοθώραξ, Pi.Pae.2.1, B.10.123, S.Aj.179 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1331] ακος, ὁ, ἡ, = χαλκεοθώραξ, Ἐνυάλιος Soph. Ai. 179.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = χαλκεοθώραξ, Σοφ. Αἴ. 179.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse d’airain.
Étymologie: χαλκός, θώραξ.
English (Slater)
χαλκοθώραξ
1 with bronze breastplate Ἄβδηρε χαλκοθώραξ (Pae. 2.1) χαλκοθώ]ρᾶκος Ἐνυαλίου (supp. Lobel) fr. 169. 12. χαλ]κοθωράκων (supp. Lobel) ?fr. 349.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ἡ, Α
βλ. χαλκεοθώραξ.
Greek Monotonic
χαλκοθώραξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = χαλκεοθώραξ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοθώραξ: ᾱκος adj. одетый в медную броню Soph., Luc.