φαντός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(44)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που φαίνεται, [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φᾰν</i>- του [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].———————— <b>(II)</b><br />ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φα</i>(<i>ν</i>)- του [[φημί]] (<b>πρβλ.</b> [[φάσις]])].———————— <b>(III)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>βλ.</b> [[υφαντός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -όν, Α<br />αυτός που φαίνεται, [[ορατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φᾰν</i>- του [[φαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].———————— <b>(II)</b><br />ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να λεχθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φα</i>(<i>ν</i>)- του [[φημί]] (<b>πρβλ.</b> [[φάσις]])].———————— <b>(III)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>βλ.</b> [[υφαντός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαντός:''' adj. verb. к [[φαίνω]].
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαντός Medium diacritics: φαντός Low diacritics: φαντός Capitals: ΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: phantós Transliteration B: phantos Transliteration C: fantos Beta Code: fanto/s

English (LSJ)

ή, όν, (φαίνομαι)

   A visible, Orph.Fr.75.

Greek (Liddell-Scott)

φαντός: -ή, -όν, (φαίνομαι) ὁρατός, Ὀρφ. ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 787. 29. ΙΙ. (φημὶ) φαντόν, ὃ δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὥς κε μάθῃ τά τε φαντὰ τά τε οὐ φατὰ γλῶσσα φυλάσσειν Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 130, 127.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
αυτός που φαίνεται, ορατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + κατάλ. -τός].———————— (II)
ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να λεχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φα(ν)- του φημί (πρβλ. φάσις)].———————— (III)
-ή, -ό, Ν
βλ. υφαντός.

Russian (Dvoretsky)

φαντός: adj. verb. к φαίνω.