φρυνολόγος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(45)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] «[[βάτραχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[πτηνό]]) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύνη]] / [[φρῦνος]] «[[βάτραχος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρῡνολόγος:''' собирающий жаб, т. е. питающийся жабами (ἱέρακες Arst.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῡνολόγος Medium diacritics: φρυνολόγος Low diacritics: φρυνολόγος Capitals: ΦΡΥΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: phrynológos Transliteration B: phrynologos Transliteration C: frynologos Beta Code: frunolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A toad-catcher, or φρυνολόχος, ὁ, (λοχάω) lying in wait for toads, a species of hawk, perh. marsh-harrier, Id.HA620a21.

Greek (Liddell-Scott)

φρῡνολόγος: -ον, ὁ συλλέγων ἢ συλλαμβάνων φρύνους, ἢ φρυνολόχος, ον· (λοχάω)· ὁ ἐνεδρεύων τοὺς φρύνους. ὄνομα ἁρπακτικοῦ ὀρνέου, πιθ. εἴδους ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πτηνό) αυτός που μαζεύει βατράχους, φρυνολοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος «βάτραχος» + -λόγος].

Russian (Dvoretsky)

φρῡνολόγος: собирающий жаб, т. е. питающийся жабами (ἱέρακες Arst.).