χλοεροτρόφος: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χλοεροτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που παράγει πράσινο [[γρασίδι]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χλοεροτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που παράγει πράσινο [[γρασίδι]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλοεροτρόφος:''' производящий зелень, покрытый зеленью ([[πεδίον]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A producing green grass, πεδίον E.Ph.826 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1359] junges Grün, grüne Kräuter nährend, hervorbringend, πεδίον Eur. Phoen. 833.
Greek (Liddell-Scott)
χλοεροτρόφος: -ον, ὁ παράγων χλόην, πράσινον χόρτον, χλοεροτρόφον .. πεδίον, «βοτανοτρόφον» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 826.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit de la verdure nouvelle, un tendre gazon.
Étymologie: χλοερός, τρέφω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο-τρόφος].
Greek Monotonic
χλοεροτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που παράγει πράσινο γρασίδι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χλοεροτρόφος: производящий зелень, покрытый зеленью (πεδίον Eur.).