ψευδόφημος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψευδόφημος:''' -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανήκει σε ψευδή [[προφητεία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ψευδόφημος:''' -ον ([[φήμη]]), αυτός που ανήκει σε ψευδή [[προφητεία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψευδόφημος:''' ложно пророчащий Soph.
}}
}}

Revision as of 06:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόφημος Medium diacritics: ψευδόφημος Low diacritics: ψευδόφημος Capitals: ΨΕΥΔΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: pseudóphēmos Transliteration B: pseudophēmos Transliteration C: psevdofimos Beta Code: yeudo/fhmos

English (LSJ)

ον,

   A falsely uttered, S.OC1517.

German (Pape)

[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].

Greek Monotonic

ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόφημος: ложно пророчащий Soph.