ὡσανεί: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ὡς ἂν εἰ, Α<br /><b>επίρρ.</b> [[ωσάν]], σαν («μὴ βλέπειν..., ἀλλ' [[ὡσανεὶ]] βλέπειν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=και ὡς ἂν εἰ, Α<br /><b>επίρρ.</b> [[ωσάν]], σαν («μὴ βλέπειν..., ἀλλ' [[ὡσανεὶ]] βλέπειν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡσᾰνεί:''' тж. ὡς ἂν εἰ conj. как будто, как (если) бы, словно Arst., Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
or ὡς ἂν εἰ (
A ὡς κἂν εἰ Arist.Mu.396b1), as if, as it were, with Verbs, τὸ . . πνεῦμα ὡσανεὶ προδιαλύεται Id.Pr.934b6; πόλις ἥτις ὡ. πρόσχημα . . ἦν Plb.3.15.3; μήτε βλέπειν μήτ' ἀκούειν, ἀλλ' ὡ. βλέπειν καὶ ὡ. ἀκούειν Plu.2.961f; with a part., ὡ. προκαλούμενος Plb. 1.46.11; with Nouns, ὡ. σάρκες Arist.Metaph.1036b10; ὡ. ἀμμῶδες Id.Mir.831b30; μέγεθος ὡ. βοῦς ib.832b15, etc.
German (Pape)
[Seite 1421] oder richtiger getrennt ὡς ἂν εἰ, gleich als wenn, gleichsam, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
conj.
comme, en quelque sorte.
Étymologie: ὡς, ἄν, εἰ.
Greek Monolingual
και ὡς ἂν εἰ, Α
επίρρ. ωσάν, σαν («μὴ βλέπειν..., ἀλλ' ὡσανεὶ βλέπειν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ὡσᾰνεί: тж. ὡς ἂν εἰ conj. как будто, как (если) бы, словно Arst., Polyb., Plut.