διαμπερέως: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
(1b) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαμπερέως:''' Theocr. = [[διαμπερές]] I, 3. | |elrutext='''διαμπερέως:''' Theocr. = [[διαμπερές]] I, 3. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαμπερέως zie διαμπερής. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
= foreg.,
A through and through, of piercing pains, Hp.Int.8; also, διείσομαι πάντα δ. Nic.Th.495.
German (Pape)
[Seite 591] = διαμπερές; Hippocr.; Theocrit. 25, 120; Nic. Th. 495.
Russian (Dvoretsky)
διαμπερέως: Theocr. = διαμπερές I, 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμπερέως zie διαμπερής.