διαπορεία: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(1b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπορεία:''' ἡ движение, течение (sc. ἄστρων Plat.): ἡ τοῦ λόγου δ. Plat. ход беседы, собеседование.
|elrutext='''διαπορεία:''' ἡ движение, течение (sc. ἄστρων Plat.): ἡ τοῦ λόγου δ. Plat. ход беседы, собеседование.
}}
{{elnl
|elnltext=διαπορεία -ας, ἡ [διαπορεύω] baan, route:; ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα... ἡ διαπορεία de sterren en de hele hemelbaan Plat. Epin. 982c; overdr.: ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας... ἀπήλλαγμαι ik ben bevrijd van een lang stuk discussie Plat. Criti. 106a. bemiddeling:. χάριν τῆς εὐφήμου διαπορείας omwille van de gunstige bemiddeling Plat. Epin. 984e.
}}
}}

Revision as of 06:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορεία Medium diacritics: διαπορεία Low diacritics: διαπορεία Capitals: ΔΙΑΠΟΡΕΙΑ
Transliteration A: diaporeía Transliteration B: diaporeia Transliteration C: diaporeia Beta Code: diaporei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A procession of heavenly bodies, Pl.Epin.982c.    II journey, metaph., ἡ τοῦ λόγου δ. Id.Criti.106a.    III mediation, Id.Epin.984e.

German (Pape)

[Seite 597] ἡ, der Durchgang; Lauf der Gestirne, Plat. Epin. 982 c; übertr., λόγοο, das Dutchgehen, Auseinandersetzung, Critia. 106 a, vgl. Epin. 984 e.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορεία: ἡ, ἡ διὰ μέσου τοῦ οὐρανοῦ ἢ ἀνὰ τὸν οὐρανὸν κίνησις, ἐπὶ τῶν ἀστέρων. Πλάτ. Ἐπιν. 984Ε. ΙΙ. μακρὰ πορεία· μεταφ., ἡ τοῦ λόγου δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 106Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 trayectoria, recorrido ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα ... ἡ δ. los astros y el movimiento universal Pl.Epin.982c
fig. ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας ... ἀπήλλαγμαι me he liberado de la trayectoria del discurso Pl.Criti.106a.
2 cruce, travesía μὴ προσαγέτω εἰ μὴ διαπορείας ἕνεκεν que no conduzca tropas, a no ser que estén en tránsito, IKnidos 31.3.13 (II/I a.C.), de un río, Philostr.VA 2.15.
3 mediación τῆς εὐφήμου διαπορείας de un demon, Pl.Epin.984e.

Russian (Dvoretsky)

διαπορεία: ἡ движение, течение (sc. ἄστρων Plat.): ἡ τοῦ λόγου δ. Plat. ход беседы, собеседование.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπορεία -ας, ἡ [διαπορεύω] baan, route:; ἄστρα τε καὶ συμπᾶσα... ἡ διαπορεία de sterren en de hele hemelbaan Plat. Epin. 982c; overdr.: ἐκ τῆς τοῦ λόγου διαπορείας... ἀπήλλαγμαι ik ben bevrijd van een lang stuk discussie Plat. Criti. 106a. bemiddeling:. χάριν τῆς εὐφήμου διαπορείας omwille van de gunstige bemiddeling Plat. Epin. 984e.