διασταυρόω: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διασταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[οχυρώνω]] με πασσαλοπήγματα, οδοφράγματα — Μέσ., <i>διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν</i>, να τον οχυρώσουν, σε Θουκ. | |lsmtext='''διασταυρόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[οχυρώνω]] με πασσαλοπήγματα, οδοφράγματα — Μέσ., <i>διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν</i>, να τον οχυρώσουν, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-σταυρόω met palissaden afsluiten. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A cut off and fortify with a palisade, D.C.41.50:—Med., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν to have it fortified, Th.6.97.
German (Pape)
[Seite 603] verpallisadiren, Dio Cass. 41, 50. – Med., Thuc. 6, 97, τὸν ἰσθμόν.
Greek (Liddell-Scott)
διασταυρόω: περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. διαταφρεύω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. 3ᵉ sg. διεσταύρου;
munir de palissades, de retranchements.
Étymologie: διά, σταυρόω.
Spanish (DGE)
1 construir empalizadas D.C.41.50.2.
2 tr. asegurar mediante estacas un sendero abierto en un pantano, App.BC 4.109
•en v. med. cerrar o cortar con una empalizada τὸν ἰσθμόν Th.6.97.
Greek Monotonic
διασταυρόω: μέλ. -ώσω, οχυρώνω με πασσαλοπήγματα, οδοφράγματα — Μέσ., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, να τον οχυρώσουν, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σταυρόω met palissaden afsluiten.