κακηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(18)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακηγόρος]] και δωρ. τ. [[κακαγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] / [[ἀγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδ</i>-<i>ηγόρος</i>].
|mltxt=[[κακηγόρος]] και δωρ. τ. [[κακαγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]] / [[ἀγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδ</i>-<i>ηγόρος</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.
}}
}}

Revision as of 06:44, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ-ηγόρος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.