κακόχρους: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(18) |
(nl) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>ηδύ</i>-<i>χρους</i>]. | |mltxt=[[κακόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κακή [[χροιά]], άσχημο [[χρώμα]] («κακόχροοι ὀφθαλμοί», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κακό]] χρωματισμό, κακή [[απόχρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>ηδύ</i>-<i>χρους</i>]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
Greek Monolingual
κακόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.)
2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, ηδύ-χρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόχρους -ουν, zonder contr. κακόχροος -οον [κακός, χρώς] met ongezonde kleur.