καταπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
|elrutext='''καταπίμπρημι:''' (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς [[Φαέθων]] Anth.): καταπρησθέντες τὸ [[σῶμα]] Luc. сожженные живьем.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.
}}
}}

Revision as of 06:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίμπρημι Medium diacritics: καταπίμπρημι Low diacritics: καταπίμπρημι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: katapímprēmi Transliteration B: katapimprēmi Transliteration C: katapimprimi Beta Code: katapi/mprhmi

English (LSJ)

fut.

   A -πρήσω D.C.39.9: pf. -πέπρηκα Id.59.16:— burn to ashes, AP11.131 (Lucill.), Ph.1.516, Plu.Cam.22, Polyaen.8.65, Hdn.8.1.4, Jul.Or.2.62d:—Pass., κατεπρήσθησαν Plb.14.4.10; καταπρησθέντας Luc.Par.57 (nisi leg. -πτισθέντας).

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσθησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησθέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίμπρημι: μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, καίω ἐντελῶς, κατακαίω, κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ σῶμα ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.

French (Bailly abrégé)

f. καταπρήσω;
brûler entièrement.
Étymologie: κατά, πίμπρημι.

Greek Monolingual

καταπίμπρημι και μτγν. τ. καταπι(μ)πρῶ, -άω (Α)
(επιτ. τ. του πίμπρημι) κατακαίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πίμπρημι «καίω»].

Greek Monotonic

καταπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, κάνω στάχτες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταπίμπρημι: (fut. καταπρήσω, 3 л. pl. aor. pass. κατεπρήσθησαν) сжигать дотла, испепелять (τὴν πόλιν, τὰ πλοῖα Plut.; πολλοὶ ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Polyb.; ὁ καταπρήσας τοὺς ἐπὶ γῆς Φαέθων Anth.): καταπρησθέντες τὸ σῶμα Luc. сожженные живьем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πίμπρημι met acc. volledig verbranden.