κατονίναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(2b)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατονίναμαι:''' (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).
|elrutext='''κατονίναμαι:''' (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ονίναμαι zich vermaken met, genieten van, met gen.
}}
}}

Revision as of 07:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατονίναμαι Medium diacritics: κατονίναμαι Low diacritics: κατονίναμαι Capitals: ΚΑΤΟΝΙΝΑΜΑΙ
Transliteration A: katonínamai Transliteration B: katoninamai Transliteration C: katoninamai Beta Code: katoni/namai

English (LSJ)

   A enjoy, in aor. 1, σαυτῆς κατόναιο Ar.Ec.917 (lyr.); τέκνων, σπορῶν, καρπῶν, οὐσίας κατόνασθαι SIG826C15 (Delph., ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

κατονίναμαι: μέσ., ἔχω, λαμβάνειν τὴν ἔκ τινος ὠφέλειαν, ἀπολαύω, «χαίρομαι», σαυτῆς κατόναιο, εἶδος ὅρκου, «νὰ χαρῇς τὴν ζωήν σου», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 917.

Greek Monolingual

κατονίναμαι (Α)
λαμβάνω ωφέλεια από κάτιὅπως σαυτῆς κατόναι', ἀντιβολῶ σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀνίναμαι «ωφελούμαι»].

Russian (Dvoretsky)

κατονίναμαι: (2 л. sing. aor. opt. κατόναιο) извлекать пользу, пользоваться (τινος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ονίναμαι zich vermaken met, genieten van, met gen.