κηρεσσιφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κηρεσσῐφόρητος:''' натравленный Керами (κύνες Hom.). | |elrutext='''κηρεσσῐφόρητος:''' натравленный Керами (κύνες Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν . . κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.
English (Autenrieth)
borne on by their fates to death, Il. 8.527†.
Greek Monolingual
κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρες («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].
Russian (Dvoretsky)
κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.