κνῦμα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(3) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κνῦμα:''' ατος τό царапание (τῶν δακτύλων Arph.). | |elrutext='''κνῦμα:''' ατος τό царапание (τῶν δακτύλων Arph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κνῦμα -ατος, τό [κνύω] gekrabbel:. ἤκουσα τὸ κνῦμά σου τῶν δακτύλων ik hoorde het gekrabbel van jouw vingers Aristoph. Eccl. 36. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, (κνύω)
A scratching, κ. τῶν δακτύλων, of a person feeling for the door-handle in the dark, Ar.Ec.36, cf. Gal.19.112.
German (Pape)
[Seite 1464] τό, das Kratzen, Reiben, τῶν δακτύλων, das leise Anklopfen an die Thür, Ar. Eccl. 35, Schol. τὸν ἠρεμαῖον κνησμόν.
Greek (Liddell-Scott)
κνῦμα: το, (κνύω) «ἠρεμαῖος κνησμός», ἐλαφρὸς ἦχος ψηλαφήματος, κν. τῶν δακτύλων, ἐπὶ ἀνθρώπου ψηλαφῶντος πρὸς εὕρεσιν τοῦ ῥόπτρου τῆς θύρας ἐν τῷ σκότει, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 36 (διάφ. γραφ. κνίσμα), πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ.
Greek Monolingual
κνῡμα, τὸ (Α) κνύω
ελαφρός ήχος ψηλαφήματος («ἤκουσά τοι ὑποδουμένη τὸ κνῡμά σου τῶν δακτύλων», Αριστοφ.).
Russian (Dvoretsky)
κνῦμα: ατος τό царапание (τῶν δακτύλων Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνῦμα -ατος, τό [κνύω] gekrabbel:. ἤκουσα τὸ κνῦμά σου τῶν δακτύλων ik hoorde het gekrabbel van jouw vingers Aristoph. Eccl. 36.