παλιμφυής: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(3b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰλιμφυής:''' вновь отрастающий ([[ὕδρα]] Luc.).
|elrutext='''πᾰλιμφυής:''' вновь отрастающий ([[ὕδρα]] Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμφῠής Medium diacritics: παλιμφυής Low diacritics: παλιμφυής Capitals: ΠΑΛΙΜΦΥΗΣ
Transliteration A: palimphyḗs Transliteration B: palimphyēs Transliteration C: palimfyis Beta Code: palimfuh/s

English (LSJ)

ές,

   A growing again, of the hydra, Luc.Am.2.

German (Pape)

[Seite 449] ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμφυής: -ές, ὁ πάλιν φυόμενος, ἀναγεννώμενος, ἐπὶ τῆς Ὕδρας, Λουκ. Ἔρωτ. 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 148.

Greek Monolingual

παλιμφυής, -ές (Α)
(για το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμφυής: вновь отрастающий (ὕδρα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend.