κριθώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(21) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κριθώδης]], -ῶδες (Α) [[κριθή]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κριθάρι]] ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κριθάρι]], [[κριθαρένιος]]. | |mltxt=[[κριθώδης]], -ῶδες (Α) [[κριθή]]<br />αυτός που μοιάζει με [[κριθάρι]] ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κριθάρι]], [[κριθαρένιος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like barley, made of it, κριθώδεις πτισάναι, = ὅλη πτισάνη, opp. χυλός, Hp.Acut.40.
German (Pape)
[Seite 1509] ἄρτος, Gerstenbrot, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κριθήν, ἐκ κριθῆς, κριθώδης πτισάνη, = ὅλη πτισάνη, ἀντίθετ. τῷ χυλός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390, ἴδε πτισάνη· κρ. ἄρτος Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. Ϛϳ, 25.
Greek Monolingual
κριθώδης, -ῶδες (Α) κριθή
αυτός που μοιάζει με κριθάρι ή αυτός που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι, κριθαρένιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριθώδης -ες [κριθή] gerste-:. κ. πτισάνη gerstewater Hp.