πινόομαι: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῐνόομαι:''' Παθ., είμαι σκουριασμένος, λέγεται για αγάλματα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''πῐνόομαι:''' Παθ., είμαι σκουριασμένος, λέγεται για αγάλματα, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πινόομαι [πίνος] vuil zijn; ptc. perf. πεπινωμένος dof. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be dirty, χιτὼν πεπινωμένος Philet.17; of Alexander's complexion as painted by Apelles, Plu.Alex.4: metaph. (cf. πίνος 2), literae πεπινωμέναι or πεπινωμένως scriptae, in archaic style, Cic.Att.14.7.2, 15.16; ἡ αὐστηρὰ καὶ πεπ. σύνθεσις D.H.Dem.45.
Greek (Liddell-Scott)
πῐνόομαι: Παθ., ῥυπῶ, «σκωριάζω», ἐπὶ ἀγαλμάτων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4· μεταφορ., literae πεπινωμέναι ἢ πεπινωμένως scriptae, γράμματα γεγραμμένα κατὰ τρόπον ἁπλοῦν καὶ ἀρχαιοπρεπῆ, Κίκ. π. Ἀττ. 14. 7., 15. 16Α· πρβλ. πίνος.
Greek Monotonic
πῐνόομαι: Παθ., είμαι σκουριασμένος, λέγεται για αγάλματα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πινόομαι [πίνος] vuil zijn; ptc. perf. πεπινωμένος dof.