ποδένδυτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' связывающий ноги ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' связывающий ноги ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.
}}
}}

Revision as of 08:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδένδῠτος Medium diacritics: ποδένδυτος Low diacritics: ποδένδυτος Capitals: ΠΟΔΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: podéndytos Transliteration B: podendytos Transliteration C: podendytos Beta Code: pode/ndutos

English (LSJ)

ον, (ἐνδύω)

   A drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ-ένδυτος)].

Greek Monotonic

ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.