πολυτρήρων: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυτρήρων:''' ωνος adj. изобилующий голубями ([[Θίσβη]] Hom.). | |elrutext='''πολυτρήρων:''' ωνος adj. изобилующий голубями ([[Θίσβη]] Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A abounding in doves, Il.2.502,582.
German (Pape)
[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.
Greek (Liddell-Scott)
πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
abondant en pigeons.
Étymologie: πολύς, τρήρων.
English (Autenrieth)
ωνος: abounding in doves, Il. 2.502 and 582.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].
Greek Monotonic
πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, άφθονος σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πολυτρήρων: ωνος adj. изобилующий голубями (Θίσβη Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.