σπογγία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(38)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. [[σπογγιά]] και ιων. τ. [[σπογγιή]] Α<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό [[είδος]] το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[σπόγγος]], [[σφουγγάρι]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> [[μεθύστακας]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spongia</i>, <i>spongiosus</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. [[σπογγιά]] και ιων. τ. [[σπογγιή]] Α<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό [[είδος]] το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[σπόγγος]], [[σφουγγάρι]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> [[μεθύστακας]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spongia</i>, <i>spongiosus</i>)].
}}
{{elnl
|elnltext=σπογγία -ας, ἡ, Ion. σπογγίη [σπόγγος] spons.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σπογγία: Ἰων. σπογγίη, ἡ, = σπόγγος, «σφογγάρι», Λατ. spongia, Ἀριστοφ. Βάτρ. 482, 487, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 3, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10· σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον Κωμ. Ἀνώνυμ. 285· σπογγιᾶς ἔπαινος, λέγεται ἐπὶ μεθύσου, Αἰσχίν. 42. 40. - Περὶ τοῦ Ἀττ. καὶ Ἰων. τονισμοῦ ἴδε Γρηγ. Κορ. σ. 148, Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία
μσν.-αρχ.
σπόγγος, σφουγγάρι
αρχ.
μτφ. μεθύστακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. spongia, spongiosus)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγία -ας, ἡ, Ion. σπογγίη [σπόγγος] spons.