συναλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνᾱλιάζω:''' созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.). | |elrutext='''συνᾱλιάζω:''' созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω | |||
}} | }} |
Revision as of 08:59, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Greek Monolingual
Α
συναλίζω (Ι), συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἁλία (Ι) «λαϊκή συνάθροιση, συνέλευση»].
Russian (Dvoretsky)
συνᾱλιάζω: созывать, собирать (τὸν στόλον τῶν γυναικῶν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ᾱλιάζω, Dor. zie συναλίζω