συνεπιστέλλω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(4b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεπιστέλλω:''' вместе посылать Luc. | |elrutext='''συνεπιστέλλω:''' вместе посылать Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.
French (Bailly abrégé)
mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.
Greek Monolingual
Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).