συνομολογία: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(4b) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνομολογία:''' ἡ соглашение Plat. | |elrutext='''συνομολογία:''' ἡ соглашение Plat. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.
Greek (Liddell-Scott)
συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.
Russian (Dvoretsky)
συνομολογία: ἡ соглашение Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming.