σχημάτιον: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
(4b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σχημάτιον:''' (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.). | |elrutext='''σχημάτιον:''' (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχημάτιον -ου, τό [σχῆμα] danspas:. Λακωνικὰ σχημάτια Laconische danspasjes Hdt. 6.129.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σχῆμα: in pl.,
A the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.
German (Pape)
[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.
Greek (Liddell-Scott)
σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σχῆμα, -ήματος]
1. υποκορ. μικρό σχήμα
2. στον πληθ. τὰ σχημάτια
α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες
β) σχήματα λόγου.
Greek Monotonic
σχημάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σχῆμα· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σχημάτιον: (ᾰ) τό плясовая фигура, пляска (Ἀττικὰ σχημάτια Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχημάτιον -ου, τό [σχῆμα] danspas:. Λακωνικὰ σχημάτια Laconische danspasjes Hdt. 6.129.3.