τρίχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace

Source
(4b)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρίχρωμος:''' (ῐ) трехцветный Luc.
|elrutext='''τρίχρωμος:''' (ῐ) трехцветный Luc.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίχρωμος -ον [τρι-, χρῶμα] met drie kleuren.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχρωμος -ον [τρι-, χρῶμα] met drie kleuren.