συγκολλητής: Difference between revisions
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.). | |elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).
German (Pape)
[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.