τριακοντάζυγος: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τριᾱκοντάζῠγος:''' с тридцатью скамьями для гребцов ([[Ἀργώ]] Theocr.). | |elrutext='''τριᾱκοντάζῠγος:''' с тридцатью скамьями для гребцов ([[Ἀργώ]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.
Greek Monolingual
και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.
Greek Monotonic
τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκοντάζῠγος: с тридцатью скамьями для гребцов (Ἀργώ Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.