τριακοντάζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τριᾱκοντάζῠγος:''' с тридцатью скамьями для гребцов ([[Ἀργώ]] Theocr.).
|elrutext='''τριᾱκοντάζῠγος:''' с тридцатью скамьями для гребцов ([[Ἀργώ]] Theocr.).
}}
{{elnl
|elnltext=τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκοντάζῠγος Medium diacritics: τριακοντάζυγος Low diacritics: τριακοντάζυγος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΖΥΓΟΣ
Transliteration A: triakontázygos Transliteration B: triakontazygos Transliteration C: triakontazygos Beta Code: triakonta/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with thirty benches of oars, Ἀργώ Theoc.13.74.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, ὁ ἔχων τριάκοντα καθίσματα κωπηλατῶν, Ἀργὼ Θεόκρ. 13. 74, ἔνθα διάφ. γραφ. τριακοντόζυγος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente bancs de rameurs.
Étymologie: τριάκοντα, ζυγόν.

Greek Monolingual

και τριακοντόζυγος, -ον, Α
αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός.

Greek Monotonic

τριᾱκοντάζῠγος: -ον, αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκοντάζῠγος: с тридцатью скамьями для гребцов (Ἀργώ Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριακοντάζυγος -ον [τριάκοντα, ζυγόν] met dertig roeibanken.