σύννους: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(4b) |
(nl) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύννους:''' стяж. = [[σύννοος]]. | |elrutext='''σύννους:''' стяж. = [[σύννοος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύννοος.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].
Russian (Dvoretsky)
σύννους: стяж. = σύννοος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.