συκοπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
|lstext='''σῡκοπέδῑλος''': ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, [[παρῳδία]] τοῦ Ὁμηρικοῦ [[χρυσοπέδιλος]], [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφάντης]], Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[παρωδία]] της ομηρικής λ. [[χρυσοπέδιλος]] με [[λογοπαίγνιο]] [[προς]] τη λ. [[συκοφάντης]]) αυτός που [[φορά]] σύκινα πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πτηνο</i>-<i>πέδιλος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοπέδῑλος Medium diacritics: συκοπέδιλος Low diacritics: συκοπέδιλος Capitals: ΣΥΚΟΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: sykopédilos Transliteration B: sykopedilos Transliteration C: sykopedilos Beta Code: sukope/dilos

English (LSJ)

ὁ,

   A fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο-πέδιλος].

Russian (Dvoretsky)

σῡκοπέδῑλος: шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т. е. занимающийся доносами Arph.