συγκληρία: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκληρία''': ἡ, [[σχέσις]], [[ὁμοιότης]], παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon. | |lstext='''συγκληρία''': ἡ, [[σχέσις]], [[ὁμοιότης]], παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, in pl.,
A connexions, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.
German (Pape)
[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] verbinding, connectie.