συνελευστικός: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]]. | |btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.
German (Pape)
[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.
Russian (Dvoretsky)
συνελευστικός: общительный Plut.