συνεπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=mander <i>ou</i> faire savoir en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστέλλω]].
|btext=mander <i>ou</i> faire savoir en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιστέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιστέλλω]]<br /><b>1.</b> [[εξουσιοδοτώ]] συγχρόνως<br /><b>2.</b> [[αποστέλλω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιστέλλω Medium diacritics: συνεπιστέλλω Low diacritics: συνεπιστέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: synepistéllō Transliteration B: synepistellō Transliteration C: synepistello Beta Code: sunepiste/llw

English (LSJ)

   A authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.

French (Bailly abrégé)

mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.

Greek Monolingual

Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).