ἰλλός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(2b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰλλός]], ὁ (Α)<br />ο [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλλω]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» — μαρτυρείται και θηλ. [[ἰλλίς]] σε [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[ἰλλίς]]<br /><i>στρεβλή</i>, <i>διεστραμμένη</i>. Η λ. [[ἰλλός]] έχει συγκριτικό βαθμό <i>ἰλλότερος</i>, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: <i>Ἰλλεύς</i>, <i>Fίλλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιλλαίνω]], [[ιλλίζω]], [[ιλλώδης]], [[ιλλώπτω]]].
|mltxt=[[ἰλλός]], ὁ (Α)<br />ο [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλλω]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» — μαρτυρείται και θηλ. [[ἰλλίς]] σε [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[ἰλλίς]]<br /><i>στρεβλή</i>, <i>διεστραμμένη</i>. Η λ. [[ἰλλός]] έχει συγκριτικό βαθμό <i>ἰλλότερος</i>, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: <i>Ἰλλεύς</i>, <i>Fίλλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιλλαίνω]], [[ιλλίζω]], [[ιλλώδης]], [[ιλλώπτω]]].<br />[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴλλος]], ο (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[οφθαλμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το επίθ. [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰλλός:''' ὁ косоглазый: ἰ. [[γεγένημαι]] προσδοκῶν ὁ δ᾽ [[οὐδέπω]] Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.
|elrutext='''ἰλλός:''' ὁ косоглазый: ἰ. [[γεγένημαι]] προσδοκῶν ὁ δ᾽ [[οὐδέπω]] Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.
}}
}}

Revision as of 14:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλός Medium diacritics: ἰλλός Low diacritics: ιλλός Capitals: ΙΛΛΟΣ
Transliteration A: illós Transliteration B: illos Transliteration C: illos Beta Code: i)llo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἴλλω)

   A squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.

German (Pape)

[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.

Greek Monolingual

ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].
ἴλλος, ο (Α)
ιων. τ. οφθαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἰλλός «αλλήθωρος»].

Russian (Dvoretsky)

ἰλλός: ὁ косоглазый: ἰ. γεγένημαι προσδοκῶν ὁ δ᾽ οὐδέπω Arph. ожидая (Эврипида), я проглядел все глаза (досл. чуть глаз не скосил), а его все нет.