γράπις: Difference between revisions
(8) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γράπις]] (-ιδος), η (Α)<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[τύπος]], αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως [[αφετηρία]] η [[έννοια]] της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του [[γράπτης]]. Η [[σύνδεση]] με τα [[γραυς]], [[γήρας]] δεν αποτελεί [[άποψη]] ευρύτερα αποδεκτή]. | |mltxt=[[γράπις]] (-ιδος), η (Α)<br /><b>1.</b> το [[δέρμα]] φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δημώδης [[τύπος]], αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως [[αφετηρία]] η [[έννοια]] της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του [[γράπτης]]. Η [[σύνδεση]] με τα [[γραυς]], [[γήρας]] δεν αποτελεί [[άποψη]] ευρύτερα αποδεκτή]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">ὁ ἐρρυτιδωμένος, wrinkled</b> (EM), <b class="b2">cast slough of a serpent</b> (H.), in S. Ichn. 177 the meaning is unclear; name of a bird H..<br />Derivatives: <b class="b3">γράπτης</b> [[wrinkled]] (Eust.), <b class="b3">γραπίνης οἶνος τραχύς</b> H., EM. (Not here with Frisk <b class="b3">γραιόομαι</b> <b class="b2">become old</b>, s. <b class="b3">γραῦς</b>.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. Not to <b class="b3">γραῦς</b>, <b class="b3">γῆρας</b>. DELG considers a hypocoristicon of <b class="b3">γράπτης</b> [[wrinkled]] cited by Eust., which may come from <b class="b3">γράφω</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:39, 2 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A cast slough of serpents, etc., Hsch. 2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31. 3 kind of bird, Hsch.
Greek Monolingual
γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, wrinkled (EM), cast slough of a serpent (H.), in S. Ichn. 177 the meaning is unclear; name of a bird H..
Derivatives: γράπτης wrinkled (Eust.), γραπίνης οἶνος τραχύς H., EM. (Not here with Frisk γραιόομαι become old, s. γραῦς.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Not to γραῦς, γῆρας. DELG considers a hypocoristicon of γράπτης wrinkled cited by Eust., which may come from γράφω.