κάμμαρος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant). | |elnltext=κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=1.<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">kind of crab</b> (Epich., Sophr., Rhinth., H.; on the meaning cf. Thompson Fishes s. v.), <b class="b3">καμμαρίς</b> <b class="b2">id.</b> (Gal.); .<br />Other forms: <b class="b3">κομμάραι η κομάραι καρίδες</b>. <b class="b3">Μακεδόνες</b> H<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: - Identified with ONord. [[humarr]], LG. NHG [[Hummer]], (Kretschmer Glotta 22, 103f.: a loan from there?). (Skt. <b class="b2">kamáṭha-</b> m. [[turle]] is not related, s. Mayrhofer KEWA s. v.). - From <b class="b3">κάμμαρος</b> Lat. [[cammarus]]. - The variation <b class="b3">α</b>\/<b class="b3">ο</b> points to a Pre-Greek word (which may be a loan from elsewhere).<br />2. See also: s. [[κάμαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:54, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lobster, Epich.60, Sophr.26, Rhinth.18:— also καμμαρίς, ίδος, ἡ, Gal.6.735. II a kind of aconite, used as a cooling medicine, Hp.Loc.Hom.27, Stratt.21, Dsc.4.76, Nic.Al.41; also, = δελφίνιον, Ps.-Dsc.3.73; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. (Meaning and spelling are dub. in Hp., cf. Erot. s.v.: κάμαρος and κάμμορον were variants, the latter is v.l. in Dsc. l.c., cf. Sch.Nic. l.c.)
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, auch κάμαρος u. κάμμορος geschrieben, eine Krebsart (vgl. cammarus, Hummer), Ath. VII, 306 c.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμᾰρος: ὁ, εἶδος καρίδος, Ἐπιχαρμος καὶ Σώφρων παρ’ Ἀθην. 306C· παρὰ Γαλην. 6. 735, καμμαρίς, ίδος, ἡ· ἐν τῇ Λατ. cammarus, gammarus· ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «καμμάρως (Δωρ.)· τὰς ἐρυθρὰς καρίδας»· περιγράφονται δὲ ὡς ἐρυθραὶ καὶ λειοστρακιῶσαι ὑπὸ Σώφρονος 52 Ahr. II. εἶδος ἀκοντίου, Ἱππ. 418. 24, Διοσκ. 4. 77 (ἐν τοῖς νόθοις)). -Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται: κάμμορος.
Spanish
Greek Monolingual
κάμμαρος και κόμμαρος και κόμμορος
ὁ (Α)
είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού
2. κάμαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < IE kәmr- > καμαρ- > κάμμαρ-ος (με εκφραστικό διπλασιασμό)
πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή του α σε ο. Ο τ. κόμμορος είναι μεταγενέστερο παρατυμολογικό προϊόν. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cammarus. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. βλ. κάμαρος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάμμαρος -ου, ὁ monnikskap (plant).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: kind of crab (Epich., Sophr., Rhinth., H.; on the meaning cf. Thompson Fishes s. v.), καμμαρίς id. (Gal.); .
Other forms: κομμάραι η κομάραι καρίδες. Μακεδόνες H
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Identified with ONord. humarr, LG. NHG Hummer, (Kretschmer Glotta 22, 103f.: a loan from there?). (Skt. kamáṭha- m. turle is not related, s. Mayrhofer KEWA s. v.). - From κάμμαρος Lat. cammarus. - The variation α\/ο points to a Pre-Greek word (which may be a loan from elsewhere).
2. See also: s. κάμαρος.