κάναδοι: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(19) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]]. | |mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">σιαγόνες</b>, <b class="b3">γνάθοι</b> H.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.X, PGX [probably a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: S. on <b class="b3">γνάθος</b>; further Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18; Krahe IF 60, 297 (Illyrian). (In DELG s.v. <b class="b3">γνάθος</b>.)<br />See also: . | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 3 January 2019
English (LSJ)
σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.
Greek (Liddell-Scott)
κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: σιαγόνες, γνάθοι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.X, PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: S. on γνάθος; further Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18; Krahe IF 60, 297 (Illyrian). (In DELG s.v. γνάθος.)
See also: .