λάδας: Difference between revisions
From LSJ
(22) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λάδας]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔλαφος]] [[νεβρίας]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου]. | |mltxt=[[λάδας]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔλαφος]] [[νεβρίας]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">ἔλαφος νεβρίας</b> H.<br />Derivatives: Aslo PN (Paus. 3, 21,1).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Fur. 195 n. 50 comments: "Dass Tiere aus dem Hirschgeschlecht oft <b class="b2">der Bunte. der Gefleckte</b> heissen, ist eine bekannte Tatsache..." (<b class="b3">νεβρίας</b> means <b class="b2">dappled like a fawn</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:25, 3 January 2019
English (LSJ)
ἔλαφος νεβρίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 5] nach Hesych. ἔλαφος νεβρίας.
Greek (Liddell-Scott)
λάδας: ὁ, «ἔλαφος νεβρίας» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λάδας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔλαφος νεβρίας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται και ως όνομα δύο ολυμπιονικών της Πελοποννήσου].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: ἔλαφος νεβρίας H.
Derivatives: Aslo PN (Paus. 3, 21,1).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Fur. 195 n. 50 comments: "Dass Tiere aus dem Hirschgeschlecht oft der Bunte. der Gefleckte heissen, ist eine bekannte Tatsache..." (νεβρίας means dappled like a fawn).