νώδυνος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(3b)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νώδῠνος:''' <b class="num">1)</b> не ощущающий боли, безболезненный ([[κάματος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> унимающий боль, болеутоляющий ([[φύλλον]] Soph.).
|elrutext='''νώδῠνος:''' <b class="num">1)</b> не ощущающий боли, безболезненный ([[κάματος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> унимающий боль, болеутоляющий ([[φύλλον]] Soph.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">feeling no pain</b> (Pi.), <b class="b2">alleviating pain</b> (S.).<br />Derivatives: <b class="b3">νωδυνία</b> [[painlessness]] (Pi., Theoc.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From priv. <b class="b2">n̥-</b> and <b class="b3">ὀδύνη</b>; s. on [[νωδός]].
}}
}}

Revision as of 05:32, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώδῠνος Medium diacritics: νώδυνος Low diacritics: νώδυνος Capitals: ΝΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: nṓdynos Transliteration B: nōdynos Transliteration C: nodynos Beta Code: nw/dunos

English (LSJ)

ον, (

   A n(è)-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος (q. v.), painless, νώδυνον κάματον τιθέναι Pi.N.8.50.    II Act., soothing pain, φύλλον τι ν. S.Ph.44.

German (Pape)

[Seite 272] (νη – ὀδύνη), = ἀνώδυνος, schmerzlos, νώδυνον κάματον θῆκε, Pind. N. 8, 50. – Bei Soph. Phil. 44, ἢ φύλλον εἴ τι νώδυνον κατεῖδέ που, ist es trans., schmerzstillend, Schol. παυσώδυνον.

Greek (Liddell-Scott)

νώδῠνος: -ον, (νη-, ὀδύνη) = ἀνώδυνος, ὃ ἴδε, νώδυνον κάματον τιθέναι Πινδ. Ν. 8. 84. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πραΰνων τὸν πόνον, πραϋντικῶς ἐπενεργῶν, φύλλον τι ν. Σοφ. Φιλ. 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apaise la douleur.
Étymologie: νη-, ὀδύνη.

English (Slater)

νώδῠνος
   1 free from pain ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν pr. (N. 8.50)

Greek Monolingual

νώδυνος, -ον (Α)
1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)
2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

νώδῠνος: -ον (νη-, ὀδύνη
I. = ἀνώδυνος, βλ. αυτ., αυτός που δεν προκαλεί πόνους, σε Πίνδ.
II. Ενεργ., αυτός που μαλακώνει τον πόνο, που επενεργεί καταπραϋντικά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

νώδῠνος: 1) не ощущающий боли, безболезненный (κάματος Pind.);
2) унимающий боль, болеутоляющий (φύλλον Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: feeling no pain (Pi.), alleviating pain (S.).
Derivatives: νωδυνία painlessness (Pi., Theoc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From priv. n̥- and ὀδύνη; s. on νωδός.