σκινθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(37)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκανθαρίζω]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα [[παίω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σκινδαρίσαι]], [[σκινδακίσαι]])].
|mltxt=και [[σκανθαρίζω]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα [[παίω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σκινδαρίσαι]], [[σκινδακίσαι]])].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[σκινδαρος]]
}}
}}

Revision as of 06:35, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινθαρίζω Medium diacritics: σκινθαρίζω Low diacritics: σκινθαρίζω Capitals: ΣΚΙΝΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skintharízō Transliteration B: skintharizō Transliteration C: skintharizo Beta Code: skinqari/zw

English (LSJ)

σκινθίζομαι,

   A v. σκίνδαρος.

German (Pape)

[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαροςἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.

Greek Monolingual

και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκινδαρος