σπάλαθρον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(38)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σπάλαυθρον]] και [[σπαύλαθρον]], τὸ, Α<br />[[εργαλείο]] με το οποίο ανασκάλευαν τη [[φωτιά]] για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. <i>qaratoro</i>. To χειλοϋπερωικό -<i>q</i>- του <i>qaratoro</i> και το χειλικό -<i>π</i>- του τ. [[σπάλαθρον]] αποκλείουν τη [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σκαλεύω]] «[[ανακινώ]], [[ανασκαλεύω]]», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]])].
|mltxt=και [[σπάλαυθρον]] και [[σπαύλαθρον]], τὸ, Α<br />[[εργαλείο]] με το οποίο ανασκάλευαν τη [[φωτιά]] για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. <i>qaratoro</i>. To χειλοϋπερωικό -<i>q</i>- του <i>qaratoro</i> και το χειλικό -<i>π</i>- του τ. [[σπάλαθρον]] αποκλείουν τη [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σκαλεύω]] «[[ανακινώ]], [[ανασκαλεύω]]», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια [[άποψη]], ο τ. συνδέεται με τη λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: (Poll.) = <b class="b3">σκάλευθρον</b>oven-rake (Poll.);<br />Other forms: <b class="b3">σπάλαυθρον</b> (Phot., also H. [cod. <b class="b3">σπαύλαθρον</b> alphab. wrong])<br />Dialectal forms: Myc. [[qaratoro]] \/[[skʷalathron]]\/<br />Derivatives: Beside it <b class="b3">σπα-λύσσεται σπαράσσεται</b>, <b class="b3">τινάσσεται</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Perh. to [[σπάλαξ]], s. [[σκάλλω]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάλαθρον Medium diacritics: σπάλαθρον Low diacritics: σπάλαθρον Capitals: ΣΠΑΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: spálathron Transliteration B: spalathron Transliteration C: spalathron Beta Code: spa/laqron

English (LSJ)

τό,

   A v. σκάλευθρον.

German (Pape)

[Seite 916] τό, = σκάλευθρον, Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

σπάλαθρον: τό, ἴδε σκάλευθρον.

Greek Monolingual

και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α
εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό -q- του qaratoro και το χειλικό -π- του τ. σπάλαθρον αποκλείουν τη σύνδεση της λ. με το ρ. σκαλεύω «ανακινώ, ανασκαλεύω», η οποία σημασιολογικά θα φαινόταν πολύ πιθανή. Σύμφωνα με μια άποψη, ο τ. συνδέεται με τη λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: (Poll.) = σκάλευθρονoven-rake (Poll.);
Other forms: σπάλαυθρον (Phot., also H. [cod. σπαύλαθρον alphab. wrong])
Dialectal forms: Myc. qaratoro \/skʷalathron\/
Derivatives: Beside it σπα-λύσσεται σπαράσσεται, τινάσσεται H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Perh. to σπάλαξ, s. σκάλλω.