σποργίλος: Difference between revisions
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
(38) |
(2b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] πουλιού, πιθ. ο [[σπουργίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>σποργ</i>-[[ίλος]] / <i>σπέργ</i>-<i>ουλος</i> συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «[[σπουργίτι]]» και φωνηεντισμό <i>e</i>, όπως αρχ. άνω γερμ. <i>sperka</i>, αρχ. πρωσ. <i>spergla</i> (και με διαφορετικό φωνηεντισμό <i>spurglis</i>), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπαρ</i>-<i>Fάσιον</i>) με τα γοτθ. <i>sparwa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sparo</i>, αρχ. νορβ. <i>sperr</i>. Με τους τ. [[επίσης]] συνδέονται πιθ. το ελλ. <i>ψάρ</i> «το [[πουλί]] [[ψαρόνι]]» και το λατ. <i>parra</i> «όρνις». Από τους τ. [[σποργίλος]], [[σπέργουλος]] και [[σπαράσιον]] αρχαιότερος [[είναι]] ο τ. [[σποργίλος]] σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρχ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[κοράσιον]], <i>κορυφάσιον</i>). Για τον τ. [[σπέργουλος]] / <i>πέργουλον</i> <b>βλ. λ.</b> [[σπέργουλος]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] πουλιού, πιθ. ο [[σπουργίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>σποργ</i>-[[ίλος]] / <i>σπέργ</i>-<i>ουλος</i> συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «[[σπουργίτι]]» και φωνηεντισμό <i>e</i>, όπως αρχ. άνω γερμ. <i>sperka</i>, αρχ. πρωσ. <i>spergla</i> (και με διαφορετικό φωνηεντισμό <i>spurglis</i>), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπαρ</i>-<i>Fάσιον</i>) με τα γοτθ. <i>sparwa</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>sparo</i>, αρχ. νορβ. <i>sperr</i>. Με τους τ. [[επίσης]] συνδέονται πιθ. το ελλ. <i>ψάρ</i> «το [[πουλί]] [[ψαρόνι]]» και το λατ. <i>parra</i> «όρνις». Από τους τ. [[σποργίλος]], [[σπέργουλος]] και [[σπαράσιον]] αρχαιότερος [[είναι]] ο τ. [[σποργίλος]] σχηματισμένος με [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (<b>πρβλ.</b> <i>ὀρχ</i>-[[ίλος]], <i>τροχ</i>-[[ίλος]]), ενώ ο τ. [[σπαράσιον]] εμφανίζει σπάνιο [[επίθημα]] (<b>πρβλ.</b> [[κοράσιον]], <i>κορυφάσιον</i>). Για τον τ. [[σπέργουλος]] / <i>πέργουλον</i> <b>βλ. λ.</b> [[σπέργουλος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: a bird, probably [[sparrow]] (Ar. Av. 300 with allusion to a PN).<br />Derivatives: Beside it <b class="b3">σπέργουλος</b> (also <b class="b3">π-</b>) <b class="b3">ὀρνιθάριον ἄγριον</b> and <b class="b3">σπαράσιον ὄρνεον ἐμφερες στρουθῳ̃</b> H. Also <b class="b3">στρουθὸς πυργίτης</b> (Gal.; after <b class="b3">πύργος</b>). (Does this point to <b class="b3">σποργ-</b>\/(<b class="b3">σ)πυργ-</b>?)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Formation: <b class="b3">σποργ-ίλος</b> as <b class="b3">ὀρχίλος</b>, <b class="b3">τροχίλος</b> a. other birdnames; <b class="b3">σπέργουλος</b> dialectal for <b class="b3">*σπεργ-ύλος</b> like <b class="b3">κηρύλος</b> a. o. (Chantraine Form. 249 u. 251). The forms with <b class="b3">-γ-</b> have a counterpart in a Germ. and Balt. name of the sparrow: MHG [[sperke]], OPr. [[spurglis]], also <b class="b2">spergle-wanag</b><[[is]]> <b class="b2">sparrow-hawk </b> ("sparrow-vulture"(?). Hypothetic, partly certainly wrong attempts, to bring the different forms in a morphological system by Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Further forms w. lit. in WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. [[parra]]; further Thompson Birds s. v. Older lit. also in Bq. -- Cf. <b class="b3">ψάρ</b>, [[σπαράσιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 3 January 2019
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moineau, oiseau.
Étymologie: DELG vha. sperka, v-pruss. spergla- « moineau ».
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a bird, probably sparrow (Ar. Av. 300 with allusion to a PN).
Derivatives: Beside it σπέργουλος (also π-) ὀρνιθάριον ἄγριον and σπαράσιον ὄρνεον ἐμφερες στρουθῳ̃ H. Also στρουθὸς πυργίτης (Gal.; after πύργος). (Does this point to σποργ-\/(σ)πυργ-?)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation: σποργ-ίλος as ὀρχίλος, τροχίλος a. other birdnames; σπέργουλος dialectal for *σπεργ-ύλος like κηρύλος a. o. (Chantraine Form. 249 u. 251). The forms with -γ- have a counterpart in a Germ. and Balt. name of the sparrow: MHG sperke, OPr. spurglis, also spergle-wanag<is> sparrow-hawk ("sparrow-vulture"(?). Hypothetic, partly certainly wrong attempts, to bring the different forms in a morphological system by Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Further forms w. lit. in WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. parra; further Thompson Birds s. v. Older lit. also in Bq. -- Cf. ψάρ, σπαράσιον.