ψαρόνι
From LSJ
το, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας στουρνίδες, ιδίως του ευρέως διαδεδομένου είδους Sturnus vulgaris του γένους στούρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψάρος / ψάρ + υποκορ. κατάλ. -όνι (πρβλ. γλάρος: γλαρ-όνι)].