Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψαρόνι

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας στουρνίδες, ιδίως του ευρέως διαδεδομένου είδους Sturnus vulgaris του γένους στούρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψάρος / ψάρ + υποκορ. κατάλ. -όνι (πρβλ. γλάρος: γλαρ-όνι)].