σχεδάριον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(40) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />μικρό [[σχέδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόχειρο]] [[σχέδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] σύντομου συγγράμματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχέδιον</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέδιο]])]. | |mltxt=τὸ, ΜΑ<br />μικρό [[σχέδιο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόχειρο]] [[σχέδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[κάθε]] [[είδος]] σύντομου συγγράμματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σχέδιον</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέδιο]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=σχέδιον See also: s. zu [[σχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A sketch, Leont.in Arat.4; rough draft, Eust.961.21; = Lat. recitatum, Lyd.Mag.3.11.
German (Pape)
[Seite 1053] τό, dim. von σχέδη, Täfelchen, kleines Blatt, Buch, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχέδη, Ἐκκλ.· μικρὸν καὶ πρόχειρον σχέδιον Ἐπιφαν. ΙΙ, 832C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ, 237, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 68C, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μικρό σχέδιο
μσν.
πρόχειρο σχέδιο
αρχ.
συνεκδ. κάθε είδος σύντομου συγγράμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιον + υποκορ. κατάλ. -άριον (βλ. λ. σχέδιο)].
Frisk Etymological English
σχέδιον See also: s. zu σχίζω.