στορχάζειν: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(6_4)
 
(2b)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στορχάζειν''': «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. ([[ἴσως]] τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).
|lstext='''στορχάζειν''': «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. ([[ἴσως]] τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b3">εἰς</b> <<b class="b3">ση</b>><b class="b3">κοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα</b>, <b class="b3">στορχάσω συγκλείσω</b>, <b class="b3">ἐστόρχαζον ἔκλειον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Denominative of <b class="b3">*στόρχος</b>, <b class="b3">-ή</b> without etymology. Not (with Zubaty; s. Bq) to Russ. <b class="b2">ostróg</b> [[prison]], <b class="b2">strógij</b> [[severe]]; s. Vasmer s. vv. -- Cf. <b class="b3">ταρχύω</b>.
}}
}}

Revision as of 07:35, 3 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

στορχάζειν: «εἰς σηκοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα», καὶ «στορχάσω· συγκλείσω» Ἡσύχ. (ἴσως τὸ κοινολεκτούμενον στρεχιάζω).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: εἰς <ση>κοὺς κατακλείειν τὰ βοσκήματα, στορχάσω συγκλείσω, ἐστόρχαζον ἔκλειον H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Denominative of *στόρχος, without etymology. Not (with Zubaty; s. Bq) to Russ. ostróg prison, strógij severe; s. Vasmer s. vv. -- Cf. ταρχύω.