αὐτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(1b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
|lstext='''αὐτίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, [[μονήρης]], Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[αὐτίτης]] (ἐνν. [[οἶνος]]) ὁ, [[αὐθιγενής]], [[ἐντόπιος]], [[ἐπιχώριος]], Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, [[ἀπαράχυτος]], [[ἀμιγής]], [[ἁγνός]], «[[οἶνος]] αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. [[ἐλάσσων]], Ἱππ. 492. 4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτίτης Medium diacritics: αὐτίτης Low diacritics: αυτίτης Capitals: ΑΥΤΙΤΗΣ
Transliteration A: autítēs Transliteration B: autitēs Transliteration C: aftitis Beta Code: au)ti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (

   A αὐτόσ by oneself, alone, Arist.Fr.668.    II as Subst., αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, home-made wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.

Spanish (DGE)

-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.

Greek Monolingual

αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.

Russian (Dvoretsky)

αὐτίτης: (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ μονώτης Arst.).