μυρσινών: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(5)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρσῐνών''': -ῶνος, ὁ, [[ἄλσος]] μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)˙ Ἀττ. [[μυρρινών]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 156˙ - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.
|lstext='''μυρσῐνών''': -ῶνος, ὁ, [[ἄλσος]] μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)· Ἀττ. [[μυρρινών]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 156· - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνών Medium diacritics: μυρσινών Low diacritics: μυρσινών Capitals: ΜΥΡΣΙΝΩΝ
Transliteration A: myrsinṓn Transliteration B: myrsinōn Transliteration C: myrsinon Beta Code: mursinw/n

English (LSJ)

Att. μυρρινών, ῶνος, ὁ,

   A myrtle-grove, Id.Ra.156, Aesop.194, Philostr.Im.2.1.

German (Pape)

[Seite 222] ῶνος, ὁ, = μυῤῥινών, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνών: -ῶνος, ὁ, ἄλσος μυρσινῶν, Λατ. myrtetum, Ἀλκαῖ. 91, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ahrens (κοινῶς: μυρσινῄῳ)· Ἀττ. μυρρινών, Ἀριστοφ. Βάτρ. 156· - μυρσινεών, ῶνος, ὁ, Ἀκύλ. ἐν Ζαχ. Α΄, 8.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
bois de myrte.
Étymologie: μυρρίνη.

Greek Monotonic

μυρσῐνών: Αττ. μυρρινών, -ῶνος, ὁ, άλσος από μυρτιές, Λατ. myrtetum, σε Αριστοφ.