κλείτος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(20)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῑτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].———————— <b>(II)</b><br />κλεῑτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας].
|mltxt=<b>(I)</b><br />κλεῑτος, τὸ (Α) [[κλειτός]] (Ι)]<br />(στο λεξ. [[Σούδα]]: <i>κλῆτος</i>) ποιητ. τ. [[αντί]] [[κλέος]].<br /><b>(II)</b><br />κλεῑτος, και [[κλίτος]], τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>κλείτεα</i><br />[[κλειτύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]. Η λ. εμφανίζει την απαθή [[βαθμίδα]] <i>κλει</i>- της ρίζας].
}}
}}

Revision as of 13:22, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κλεῑτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)]
(στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.
(II)
κλεῑτος, και κλίτος, τὸ (Α)
στον πληθ. κλείτεα
κλειτύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].