κάσσος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(19) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσσος]] και [[κάσος]], ὁ (Μ)<br />[[κάσσον]](Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. <i>κασᾶς</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσσος]] και [[κάσος]], ὁ (Μ)<br />[[κάσσον]](Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. <i>κασᾶς</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κάσσος]], τὸ (Μ)<br />[[κάσσον]](ΙΙ), [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cassis</i> «[[περικεφαλαία]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 8 January 2019
English (LSJ)
ὁ (cf. κασῆς),
A thick garment, Hdn.Gr.1.208, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1333] ό, ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον, Hesych.; Arcad. 76, 16; s. κάσας.
Greek Monolingual
(I)
κάσσος και κάσος, ὁ (Μ)
κάσσον(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κασᾶς].
(II)
κάσσος, τὸ (Μ)
κάσσον(ΙΙ), περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].