κροκώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(3) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κροκώδης]], -ῶδες (AM) [[κρόκος]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει κρόκο<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κροκώδης]], -ῶδες (AM) [[κρόκος]]<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει κρόκο<br /><b>2.</b> [[είδος]] κολλυρίου.<br /><b>(II)</b><br />[[κροκώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κρόκη]], με [[υφάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρόκη]] (Ι) «[[κλωστή]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:45, 8 January 2019
English (LSJ)
ες,
A saffron-coloured, Dsc.1.27, Aret.SD1.15; containing saffron, Id.CA2.2; κολλύριον Gal.12.715, cf. CIL13.10021.66. II like the κρόκη or thread of the woof, Pl.Plt.309b.
Greek (Liddell-Scott)
κροκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.
Greek Monolingual
(I)
κροκώδης, -ῶδες (AM) κρόκος
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου
αρχ.
1. αυτός που περιέχει κρόκο
2. είδος κολλυρίου.
(II)
κροκώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κρόκη, με υφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κροκώδης -ες [κρόκη] als de inslag bij het weven.
Russian (Dvoretsky)
κροκώδης: похожий на уток (διάνημα Plat.).